- μαντάμ
- ηάκλ. (λ. γαλλ.), η κυρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαντάμ — η (Μ μαντάμα)) νεοελλ. κυρία μσν. κυρία, ως τιμητικός τίτλος που έφεραν Φράγκισσες αρχόντισσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. madame «κυρία μου» < κτητ. αντων. ma + dame] … Dictionary of Greek
Μποβαρί, Μαντάμ — (Madame Bovary). Η ηρωίδα στο μυθιστόρημα του Γκιστάβ Φλομπέρ, Μαντάμ Μποβαρί (1857). Αντλεί την εξαιρετική εκφραστική δύναμη και από μια ευρύτατη κλίμακα ανθρώπινων καταστάσεων προς τις οποίες ανταποκρίνεται· ο ίδιος ο Φλομπέρ είχε δηλώσει: «Εγώ … Dictionary of Greek
Στα(έ)λ, Μαντάμ ντε- — (Madame de Stael). Γαλλίδα συγγραφέας (Παρίσι, 1766 1817). Ανν Λουίζ Ζερμέν Νεκέρ, κόρη του βαρώνου Νεκέρ, τραπεζίτη του Λουδοβίκου 16ου, περισσότερο γνωστή με το όνομα του πρώτου της συζύγου βαρώνου Σταλ Χόλσταϊν, πρεσβευτή της Σουηδίας στο… … Dictionary of Greek
Μεντενόν, Φρανσουάζ ντ’ Ομπινιέ μαντάμ ντε- — (Francoise d’ Aubignet madame de Maintenon, 1635 – 1719). Μοργανατική σύζυγος του Λουδοβίκου ΙΔ’. Ήταν κόρη του τυχοδιώκτη Κονστάν ντ’ Ομπινιέ, με τον οποίο έζησε στη φυλακή του Νιορ έως το τέταρτο έτος της ηλικίας της. Μετά την αποφυλάκιση του… … Dictionary of Greek
Ντορβάλ, Μαντάμ — (Madame Dorval, Λοριάν 1798 – Παρίσι 1849). Γαλλίδα ηθοποιός. Από οικογένεια καλλιτεχνών, άρχισε τη σταδιοδρομία της το 1818 αποκαλύπτοντας μια σπάνια καλλιτεχνική ευαισθησία και ένα ασύνηθες ταμπεραμέντο. Η φήμη της εδραιώθηκε το 1834 με τη… … Dictionary of Greek
Σεβινιέ, Μαρί ντε Ραμπυτέν - Σαντάλ μαρκησία — (Sevigne). Γαλλίδα συγγραφέας (Παρίσι 1626 Γκρινιάν, Ντρομ 1696), γνωστή ως Μαντάμ ντε Σεβινιέ. Από οικογένεια ευγενών της Βουργουνδίας, έχασε τους γονείς της στα πρώτα παιδικά χρόνια. Σε ηλικία 18 ετών παντρεύτηκε έναν ευγενή από τη Βρετάνη, τον … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
επιστολική φιλολογία ή επιστολογραφία — Επιστολές που οι επιστολογράφοι προορίζουν για δημοσίευση καθώς και εκείνες που οι αναγνώστες τους θεωρούν σημαντική τη γνωστοποίησή τους –λόγω των αρετών του περιεχομένου και του ύφους τους– σε ευρύτερο κοινό. Στις πρώτες ανήκουν οι περίπου 800… … Dictionary of Greek
κηροπλαστική — Η τέχνη της πλαστικής και της δημιουργίας μορφών με κερί. Η κ. ήταν γνωστή από την αρχαιότητα στην Ελλάδα, στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη και αναφέρεται συχνά από τον Κικέρωνα, τον Πλίνιο και τον Ιουβενάλη. Το κερί υφίστατο κατάλληλη επεξεργασία… … Dictionary of Greek